- παραστάτας
- παραστᾰτας1 comrade in arms
Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παραστάτας — παραστάτᾱς , παραστάτης one who stands by masc acc pl παραστάτᾱς , παραστάτης one who stands by masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)